Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

ΑΚΟΥ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ

Ο μαύρος κότσυφας και ο άσπρος γλάρος
Κίτυ Κρόουθερ

Μια μέρα ο Ιάκωβος, ο κότσυφας, αποφάσισε να ταξιδέψει για να γνωρίσει τον κόσμο. Μα πιο πολύ απ' όλα ήθελε να δει τη θάλασσα, που όπως είχε ακούσει, ήταν γαλανή κι απέραντη. Γνωρίζει  ένα γλάρο τον Τζίμη, αφήνει το δάσος και πηγαίνει να ζήσει μαζί του στο γλαροχώρι. Εκεί όμως κανείς δεν τον θέλει και έτσι οι δυο φίλοι αναγκάζονται να απομακρυνθούν από τους υπόλοιπους στο χωριό. Τελικά οι γλάροι θα  συμπαθήσουν τον μαύρο κότσυφα, διότι θα τους μαγέψει με την ικανότητά του να διαβάζει ιστορίες.

Αν θέλεις να ακούσεις την ιστορία από τον μικρό αναγνώστη, πάτησε με το ποντίκι σου στον τίτλο του.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Παλιά παιχνίδια

Παλιά παιχνίδια που έπαιζαν οι γονείς στους δρόμους και τις αλάνες.
Οι γονείς θυμούνται και τα παιδιά καταγράφουν...
Για να διαβάσεις τις εργασίες πάτησε εδώ.

Εργασίες των μαθητών/τριων του Β2 του 
34ου Δημοτικού Σχολείου Πατρών
Σχολικό έτος 2011-12

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012


ΣΟΥΠΑ ΑΠΟ ΠΕΤΡΕΣ


Ο πόλεμος σε μια χώρα μακρινή είχε τελειώσει και οι στρατιώτες γύριζαν χαρούμενοι στα σπίτια τους.
Τρεις απ’ αυτούς τους στρατιώτες, που ήταν φίλοι και χωριανοί, πήγαιναν παρέα, γελούσαν, αστειεύονταν και συλλογίζονταν τις πρώτες στιγμές που θα γύριζαν στο χωριό τους και θα ‘βλεπαν τους δικούς τους. Το χωριό τους όμως δεν ήταν και τόσο κοντά, όπως νόμιζαν.
Και οι καημένοι περπατούσαν δυο μέρες χωρίς να βάλουν σχεδόν τίποτα στο στόμα τους. Ήταν πολύ κουρασμένοι και πεινούσαν.
  • Αχ, πώς θα ήθελα να ‘χα ένα καλό φαΐ απόψε! είπε ο πρώτος και σταμάτησε κουρασμένος.
  • Κι ένα καλό κρεβάτι να κοιμηθώ, είπε ο δεύτερος, που σταμάτησε κι αυτός.
  • Μη λέτε πράματα που δεν μπορεί να γίνουν, έκανε ο τρίτος. Το μόνο που μας μένει, είναι να εξακολουθήσουμε το δρόμο μας. Εμπρός!
Άρχισαν, λοιπόν, πάλι να περπατούν, όταν ξαφνικά, είδαν μπροστά τους τα φώτα ενός χωριού.
  • Δόξα σοι ο Θεός! φώναξε ο πρώτος. Εκεί θα βρούμε κάτι να φάμε, έστω και λίγο ψωμί.
  • Και κάπου να κοιμηθούμε, έστω και σ’ έναν αχυρώνα, είπε χαρούμενος ο δεύτερος
Ο τρίτος κούνησε το κεφάλι του χωρίς να μιλήσει, γιατί ήξερε πως έφταναν σ’ ένα περίεργο χωριό, στο Κουφιοκεφαλοχώρι. Οι κάτοικοι του χωριού φοβόνταν τους ξένους.
Κι όταν ένας χωριανός που γύριζε απ’ το χωράφι του, τους είπε πώς τρεις ξένοι στρατιώτες έρχονταν από τη δημοσιά, άρχισαν όλοι να φωνάζουν:
  • Ξένοι στρατιώτες! Δεν έρχονται για καλό!
  • Και τα τρόφιμα που έχουμε είναι λιγοστά. Δε φτάνουν ούτε για μας καλά-καλά.
  • Να κρύψουμε ό,τι έχουμε και σαν έρθουν εδώ, να μη βρούνε τίποτα να φάνε. Έτσι θα φύγουνε θέλοντας και μη.
  • Ναι, ναι, αυτό πρέπει να κάνουμε! φώναξαν οι Κουφιοκεφαλοχωρίτες κι έτρεξαν στα σπίτια τους.
Έκρυψαν τα σακιά με το στάρι στους αχυρώνες και τις καρδάρες με το γάλα τις κρέμασαν μέσα στα πηγάδια τους. Σκέπασαν τα λάχανα και τα κουνουπίδια με άχυρα. Τίποτα δεν άφησαν φανερό. Και περίμεναν τους στρατιώτες.
Αυτοί, σαν έφτασαν στο χωριό, σταμάτησαν πρώτα έξω από το σπίτι ενός Κουφιοκεφαλοχωριάτη.
  • Καλησπέρα, του είπαν. Μήπως σας περισσεύει λίγο φαΐ να μας δώσετε; Είμαστε νηστικοί δυο ολόκληρες μέρες.
  • Δεν έχουμε ουτ΄ εμείς να φάμε τίποτα, αποκρίθηκε ο Κουφιοκεφαλοχωρίτης. Η σοδειά φέτος ήταν άσχημη.
Οι τρεις στρατιώτες προχώρησαν τότε στο σπίτι ενός άλλου χωρικού.
  • Μήπως σας περισσεύει λιγάκι ψωμί; ρώτησαν.
  • Όχι, απάντησε ο χωρικός. Δώσαμε ό,τι μας περίσσεψε στους στρατιώτες που πέρασαν πριν από σας.
  • Μια γωνιά να κοιμηθούμε τουλάχιστον;
  • Δε μας περισσεύουν κρεβάτια, είπε η γυναίκα του απότομα.
Την ίδια απάντηση πήραν από παντού.
Κανένας δεν τους έδωσε τίποτα κι ο καθένας είχε πρόχειρη μια δικαιολογία για να τους αρνηθεί.
Οι χωρικοί τους κοίταζαν και αναστέναζαν, δείχνοντας έτσι πως κι οι ίδιοι ήταν πεινασμένοι.
Οι στρατιώτες τότε είπαν κάτι αναμεταξύ τους, κι έπειτα ο πρώτος στρατιώτης φώναξε:
  • Καλοί άνθρωποι! Είμαστε τρεις πεινασμένοι στρατιώτες, σε ξένον τόπο. Σας ζητήσαμε λίγο φαγητό ή λίγο ψωμί, αλλά δεν έχετε. Πολύ καλά! Θα κάνουμε τότε μια σούπα από πέτρες!
Οι άνθρωποι τον κοίταξαν κατάπληκτοι.
  • Σούπα από πέτρες! Μα γίνεται τέτοιο πράγμα;
  • Γίνεται, βέβαια! απάντησε ο στρατιώτης. Δεν την ξέρετε;
  • Ούτε την ξέρουμε, ούτε την έχουμε ακουστά ποτέ μας. Θέλουμε όμως να τη μάθουμε!
  • Ναι, να μας δείξετε πως γίνεται να τη φτιάχνουμε κι εμείς! πρόσθεσαν κάμποσες γυναίκες.
  • Πολύ ευχαρίστως! είπε ο στρατιώτης. Χρειαζόμαστε όμως ένα μεγάλο καζάνι.
Οι γυναίκες έτρεξαν αμέσως και σε λιγάκι γύρισαν, φέρνοντας το μεγαλύτερο καζάνι του χωριού.
  • Δεν είναι και πολύ μεγάλο, αλλά θα βολευτούμε, είπε ο ένας στρατιώτης. Και τώρα φέρτε νερό και ξύλα για ν’ ανάψουμε φωτιά.
Χρειάστηκαν πολλοί κουβάδες νερό για να γεμίσουν το καζάνι. Άναψαν κατόπιν μια καλή φωτιά στην πλατεία του χωριού κι έβαλαν πάνω το καζάνι. Σε λίγο άρχισε να βράζει το νερό.
  • Και τώρα, σας παρακαλούμε, φέρτε μας τρεις στρογγυλές και λείες πέτρες, πλυμένες καλά-καλά.
Μια γυναίκα έτρεξε πιο κάτω στο ποτάμι και δεν δυσκολεύτηκε να στις βρει.
Τα μάτια των χωριανών άνοιξαν διάπλατα, καθώς είδαν τους στρατιώτες να ρίχνουν στο καζάνι τις πέτρες.
  • Κάθε σούπα χρειάζεται αλάτι και πιπέρι, είπαν οι στρατιώτες, καθώς ανακάτευαν τη σούπα.
Κάμποσα παιδιά έτρεξαν στα σπίτια τους κι έφεραν αλάτι και πιπέρι.
  • Αυτό το είδος οι πέτρες κάνουν πάντοτε καλή σούπα, είπε ο ένας από τους στρατιώτες. Μονάχα πώς θα γινόταν καλύτερη, αν ρίχναμε και καρότα μέσα. Θα γινόταν πολύ νόστιμη. Κρίμα που δεν έχουμε…
  • Έχω δυο-τρία, είπε δειλά η Γιώργαινα και σε λίγο γύρισε με τη ποδιά της γεμάτη καρότα.
Τα ‘πλυναν, τα ‘κοψαν κομμάτια και τα ‘ριξαν στο νερό.
  • Αχ, μια καλή πετρόσουπα θέλει και λαχανόφυλλα, έκανε ο δεύτερος στρατιώτης. Αλλά γιατί να μελετάμε πράγματα που δεν βρίσκονται;
  • Μου φαίνεται πως θα μπορέσω να βρω ένα λάχανο σε κανέναν κήπο, φώναξε η Κώσταινα κι έτρεξε στο σπίτι της. Σε λίγο γύρισε με τρία μεγάλα λάχανα.
  • Να σας πω, είπε ο τρίτος στρατιώτης, την ώρα που τα ‘κοβε και τα ‘ριχνε στο καζάνι, μια φορά κάναμε στο σπίτι μας πετρόσουπα με καπνιστό κρέας και πατάτες κι όταν ετοιμάστηκε, ήταν τόσο νόστιμη, που ο καλύτερος άρχοντας θα την έτρωγε με ευχαρίστηση.
Καμπόσοι χωρικοί άρχισαν τότε να σιγοκουβεντιάζουν. Θυμήθηκαν τις πατάτες και το καπνιστό κρέας που είχαν κρύψει και αποφάσισαν να πάνε να φέρουν κι απ’ αυτά.
«Μια σούπα για τον καλύτερο άρχοντα», κι όλα αυτά από πέτρες! Αυτό φαινόταν σα μαγεία, σαν θαύμα στους Κουφιοκεφαλοχωρίτες.
  • Αχ! αναστέναξαν οι στρατιώτες, καθώς ανακάτευαν το κρέας και τις πατάτες, να ‘χαμε και δυο χούφτες πλιγούρι και λίγο γάλα, θα κάναμε σούπα για βασιλιά! Μα τι μιλάμε τώρα για πράγματα που δεν υπάρχουν! έκανε μελαγχολικά ο πρώτος στρατιώτης.
  • Σταθείτε! Φώναξε ένας χωρικός. Κάτι μπορεί να γίνει. Μου φαίνεται πως κάπου έχουμε μια σακούλα με πλιγούρι. Ε, γυναίκα;
  • Ναι, ναι, απάντησε αυτή, τώρα το θυμήθηκα! Να πάω να το φέρω;
  • Να πας και γρήγορα μάλιστα, της είπε ο άντρας της.
  • Για στάσου! φώναξε μια άλλη. Κι εμείς έχουμε κάπου λίγο γάλα.  
Σε λίγο οι δύο γυναίκες γύρισαν με γάλα και πλιγούρι. Οι στρατιώτες τα ‘ριξαν μέσα στο καζάνι, ενώ οι χωρικοί τους κοίταζαν με απορία.
Σε λίγο η σούπα ήταν έτοιμη.
  • Πρέπει όλοι να δοκιμάσετε, είπαν οι στρατιώτες. Πρώτα όμως να στρώσετε ένα τραπέζι.
Οι χωριάτες έφεραν πρόθυμα κάμποσα μεγάλα τραπέζια στη πλατεία. Οι γυναίκες τα ‘στρωσαν, έβαλαν πιάτα, κι οι στρατιώτες σέρβιραν τη σούπα.
  • Τι ωραία σούπα! Φώναξαν αμέσως μόλις δοκίμασαν.
  • Τι νόστιμη!
  • Πραγματικά αξίζει για Βασιλιά!
Δυο-τρεις χωρικοί είπαν:
  • Μια τέτοια σούπα χρειάζεται ψωμί και κρασί!
  • Και ψητό κρέας, είπαν άλλοι.
  • Ελάτε, παιδιά, πάμε να φέρουμε!
Σε λίγο έφεραν πολύ ωραία, μυρωδάτα ψωμιά, μπουκάλια με κρασί και ό,τι καλά είχε κάθε σπίτι: κρέας ψητό, τυρί, μυζήθρες, απ’ όλα. Κάθισαν όλοι τότε γύρω στα τραπέζια κι άρχισαν το φαγοπότι. Ποτέ οι άνθρωποι του χωριού δε θυμόνταν να είχαν κάνει τέτοιο γλέντι. Και ποτέ δεν είχαν φάει τόσο νόστιμη σούπα! Μα το ποιο αστείο ήταν, ότι η σούπα αυτή ήταν φτιαγμένη από πέτρες!
Έφαγαν, ήπιαν, ήπιαν κι έφαγαν.
Όταν πια κουράστηκαν και σταμάτησαν, οι στρατιώτες τους είπαν:
  • Μην τύχει και σας περισσεύει καμιά θέση στ’ αχούρια σας, να κοιμηθούμε;
  • Στ’ αχούρια μας! έκαναν οι χωρικοί. Μα τέτοιοι στρατιώτες σαν και σας, πρέπει να κοιμηθούν στα καλύτερα κρεβάτια του χωριού μας!
Έτσι ο πρώτος στρατιώτης κοιμήθηκε στο σπίτι του δημάρχου. Ο δεύτερος κοιμήθηκε στο σπίτι του μπακάλη και ο τρίτος στο σπίτι του φούρναρη.
Το πρωί μαζεύτηκε στην πλατεία όλο το χωριό για να τους αποχαιρετήσει
  • Σας ευχαριστούμε πολύ γι αυτά που μας μάθατε. Ποτέ δε θα πεινάσουμε τώρα που ξέρουμε πως μπορούμε να φτιάχνουμε σούπα από πέτρες.
Οι στρατιώτες γέλασαν και τους είπαν:
  • Προπάντων μάθατε ότι η καλή θέληση δίνει πάντα κέφι και κατορθώνει και τα πιο δύσκολα.
  • Στο καλό! Στο καλό! Τους ευχήθηκαν με την καρδιά τους οι Κουφιοκεφαλοχωρίτες.
Και κουνούσαν ώρα πολλή τα καπέλα τους.